Οι μεταρρυθμίσεις θα κρίνουν τη διαπραγμάτευση με το Βερολίνο
Με τη νέα ελληνική κυβέρνηση να προετοιμάζεται για τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, η θέση της Γερμανίας ιδίως έχει γίνει αντικείμενο συζήτησης τόσο στην Ελλάδα όσο και στις αγορές. Τα βασικά ζητήματα είναι η στάση της Γερμανίας όσον αφορά την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, η επιρροή που ασκεί στη χάραξη της γερμανικής πολιτικής το νέο δεξιό λαϊκίστικο κόμμα AfD και κατά πόσο είναι πρόθυμη η Γερμανία να υποχωρήσει στις απαιτήσεις της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Θεωρώ ότι δεν συμφέρει τη Γερμανία η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ και ότι το AfD περιορίζει ελάχιστα τις κινήσεις του Βερολίνου. Παρ’ όλα αυτά, ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να προετοιμαστεί για σκληρές διαπραγματεύσεις. Αν προτάξει την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων είναι πιθανό η γερμανική κυβέρνηση να συμβιβαστεί όσον αφορά τη δημοσιονομική εξυγίανση και την αναδιάρθρωση του χρέους.
Ο κίνδυνος για άμεση οικονομική μετάδοση της κρίσης από την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ είναι σήμερα σημαντικά χαμηλότερος απ’ ό,τι δύο χρόνια πριν. Με την ΕΚΤ να έχει αναλάβει τον ρόλο δανειστή ύστατης ανάγκης μέσω του προγράμματος ΟΜΤ και τους ισολογισμούς των τραπεζών να έχουν ενισχυθεί (ομολογουμένως όχι επαρκώς) η άμεση μετάδοση της κρίσης είναι πιθανό να είναι περιορισμένη. Παρ’ όλα αυτά, δύσκολα μπορούν να αποτιμηθούν οι μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις από την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Το Grexit θα μπορούσε να είναι καταστροφικό για την Ελλάδα με χιλιάδες χρεοκοπίες, κατάρρευση των τραπεζών και φυγή κεφαλαίων.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα, έχοντας ανακτήσει τη νομισματική αυτονομία της, θα μπορούσε μεσοπρόθεσμα να αναπτυχθεί περισσότερο από τους εταίρους της στη νότια Ευρώπη. Τα αίτια δεν περιορίζονται μόνο στην ανάπτυξη των εξαγωγών, οι οποίες ασφαλώς θα ευνοηθούν από την υποτιμημένη δραχμή. Η ισχυρότερη ανάπτυξη στην Ελλάδα θα ενίσχυε την πολιτική δύναμη όσων είναι υπέρ της εξόδου από το ευρώ σε χώρες όπως η Ιταλία. Στην προσπάθειά της να σταματήσει την πολιτική εξάπλωση της κρίσης, η Ευρωζώνη θα πρέπει είτε να κάνει άλμα στην ενοποίηση υιοθετώντας κοινό προϋπολογισμό και ευρωομόλογα ή να επιτρέψει την εκτέλεση επιθετικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής προκειμένου να επιτύχει μια κανονική ανάκαμψη. Και οι δύο επιλογές θεωρούνται δύσκολες υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες. Συνεπώς οι μακροπρόθεσμες συνέπειες από έξοδο της Ελλάδας είναι δυνητικά πολύ σοβαρές για την Ευρωζώνη. Γι’ αυτό είναι εξαιρετικά απίθανο μια πολύ προσεκτική πολιτικός όπως η Αγκελα Μέρκελ να εξετάσει το ενδεχόμενο ενός Grexit.
Στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα και τη Γερμανία ως μια σημαντική χώρα πίσω από την προσέγγιση που ακολουθεί η Ευρώπη, τα ελληνικά διαπραγματευτικά όπλα είναι σχετικά αδύναμα: με τη χρηματοδότηση της κυβέρνησης και των τραπεζών να είναι αμφίβολη τους επόμενους μήνες, οι Ελληνες είναι αυτοί που θα νιώσουν πρωτίστως τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις μιας έντονης αντιπαράθεσης, όπως μπορούν να διαβεβαιώσουν και οι Κύπριοι. Οπότε πώς πρέπει κανείς να διαπραγματευτεί με τους Γερμανούς ώστε να εκμεταλλευτεί καλύτερα την αδύναμη θέση του; Θα ήταν έξυπνο η ελληνική πλευρά να θεωρήσει δεδομένη τη θέση για δημοσιονομική εξυγίανση και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να μην την αμφισβητήσει, όπως και να μη δαπανήσει πολιτικό κεφάλαιο στην προσπάθειά της να αλλάξει την οικονομική πολιτική της Ευρωζώνης. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να παρουσιάσει ολοκληρωμένο σχέδιο διαρθρωτικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων εις βάθος ώστε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της Ε.Ε. και της Γερμανίας. Η προσφορά τέτοιων εις βάθος μεταρρυθμίσεων σε τομείς όπου απέτυχαν προηγούμενες κυβερνήσεις αποτελεί την καλύτερη ελπίδα προκειμένου να εξασφαλίσει η ελληνική κυβέρνηση απτά ανταλλάγματα όσον αφορά τη δημοσιονομική λιτότητα και την αναδιάρθρωση του χρέους. Η κ. Μέρκελ ενδιαφέρεται κυρίως να επιτύχει μια συμφωνία που θα ικανοποιεί λιγότερο ή περισσότερο όλες τις πλευρές και θα της επιτρέψει να πει στους Γερμανούς ψηφοφόρους ότι η Ελλάδα τηρεί τις υποσχέσεις της και ότι θα αποπληρωθούν τα δανεικά. Εντός αυτών των πλαισίων είναι περισσότερο ευέλικτη απ’ όσο της αναγνωρίζεται.
* Ο κ. Christian Odendahl είναι επικεφαλής οικονομολόγος του βρετανικού think tank Center for European Reform.